φιλόϋλος

φιλόϋλος
και δ. γρφ. φίλυλος, -ον, Α
αυτός που αγαπά τις σαρκικές απολαύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -υλος (< ὕλη), πρβλ. ἔν-υλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιχάσκω — ἐπιχάσκω (AM) μσν. χάσκω, μένω με ανοιχτό το στόμα μπροστά σε κάτι, επιθυμώ πολύ κάτι («ἡ φιλόϋλος ψυχὴ ταῑς ὕλαις ἐπιχάσκει», Κ. Μανασσ.) αρχ. (για επιφάνεια) έχω σχισμές, χάσματα («στρογγυλότητας ἐπιχασκούσας», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • φίλυλος — ον, Α (δ. γρ < ρ.) βλ. φιλόϋλος …   Dictionary of Greek

  • φιλοϋλία — ἡ, Μ [φιλόϋλος] η αγάπη προς τις σαρκικές απολαύσεις και, γενικά, προς τον υλικό κόσμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”